- κοίτομαι
- (Μ κοίτομαι)βλ. κείτομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κείτομαι — και κοίτομαι (Μ κείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι) 1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι 2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος νεοελλ. είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών») μσν. 1. κοιμάμαι («τὰ… … Dictionary of Greek
κατακοίτομαι — βλ. κατακείτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοίτομαι (< κοίτη «κρεβάτι)] … Dictionary of Greek
κοιτάμενος — η, ο κατάκοιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενεστ. τού κοίτομαι, σχηματισμένη με κατάληξη άμενος (πρβλ. κουν άμενος, σερν άμενος)] … Dictionary of Greek